τερμιτοφιλία

τερμιτοφιλία
η, Ν [τερμιτόφιλος]
βιολ. φαινόμενο συνοίκησης που εμφανίζουν ορισμένα ζωικά είδη, κυρίως έντομα, όπως λ.χ. κολεόπτερα τής οικογένειας σταφυλινίδες, τα οποία ζουν μόνιμα μέσα στις φωλιές τών τερμιτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τερμιτοξενία — η, Ν [τερμιτόξενος] (παλαιότ. όρος) η τερμιτοφιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερμίτης + ξενία (< ξένος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”